- φωσφορίτης
- ο, Νσυν. στον πληθ. οι φωσφορίτες(πετρογρ.) ιζηματογενή κυρίως πετρώματα που περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις φωσφορικών ορυκτών με τη μορφή κονδυλωδών ή συμπαγών μαζών, αλλ. φωσφορικά πετρώματα ή φωσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. phosphorite < φωσφόρος + κατάλ. -ite. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. φωσφορίται, μαρτυρείται από το 1802 στον θ. Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.